κουράρισμα

κουράρισμα
το, -ατος
θεραπεία, ιατρική περίθαλψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουράρισμα — το [κουράρω] ιατρική ή νοσοκομειακή επιτήρηση και περίθαλψη ασθενούς, θεραπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”